κηδεστικός

κηδεστικός
κηδεστ-ικός, ή, όν,
A of affinity,

οἰκειότης Eust.942.36

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κηδεστικός — κηδεστικός, ή, όν (Μ) [κηδεστής] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη συγγένεια, συγγενικός («οικειότητα κηδεστικήν», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • κηδεστικήν — κηδεστικός of affinity fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”